top of page

ΕΠΥ και Υποκαταστήματα αποτελούν το 13,3% της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς


Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται επιπλέον 171 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τα οποία εποπτεύονται, ως προς τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των χωρών καταγωγής τους. Στα τέλη του 2016, η ετήσια παραγωγή τους συγκέντρωνε ποσό εγγεγραμμένων ασφαλίστρων 543 εκατ. ευρώ, αποτελώντας ποσοστό 13,3% του συνόλου της ασφαλιστικής αγοράς.

Τα παραπάνω αναφέρονται σχετικά με τις ΕΠΥ και τα Υποκαταστήματα ασφαλιστικών εταιριών, στην έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2017. Η έκθεση έχει ειδικό κεφάλαιο για τις ασφαλιστικές εταιρίες.

Διαβάστε αναλυτικά την Επισκόπηση Αγοράς Επιχειρήσεων Ιδιωτικής Ασφάλισης που περιέχεται στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έτος 2017:

Σύμφωνα με στοιχεία για τις 30.9.2017, στην ελληνική αγορά ιδιωτικής ασφάλισης δραστηριοποιούνται 43 ασφαλιστικές επιχειρήσεις (εξαιρουμένων των αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 4364/2016), έναντι 45 το 2016 (η μείωση του αριθμού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά 2 εντός του 2017 οφείλεται στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας της International Life Ανώνυμος Εταιρία Γενικών Ασφαλίσεων και της International Life Ανώνυμη Εταιρία Ασφαλίσεων Ζωής), οι οποίες κατηγοριοποιούνται βάσει της άδειας λειτουργίας και των ασφαλιστικών τους εργασιών ως εξής:

• 3 επιχειρήσεις ασφαλίσεων ζωής • 23 επιχειρήσεις ασφαλίσεων κατά ζημιών • 17 επιχειρήσεις που ασκούν ταυτόχρονα δραστηριότητες ασφαλίσεων ζωής και κατά ζημιών.

Εκ των 43 ασφαλιστικών επιχειρήσεων, 40 επιχειρήσεις υπόκεινται στις διατάξεις της Φερεγγυότητας ΙΙ, ενώ 3 εξαιρούνται λόγω μικρού μεγέθους.

Εκ των 40 επιχειρήσεων, 16 ασφαλιστικές επιχειρήσεις ανήκουν σε ασφαλιστικούς ομίλους με έδρα στο εξωτερικό και 6 σε ασφαλιστικούς ομίλους με έδρα στην Ελλάδα. Επίσης, 4 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται ενεργά σε λοιπές χώρες της ΕΕ με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται (πηγή: EIOPA) επιπλέον 171 ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τα οποία εποπτεύονται, ως προς τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση, από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των χωρών καταγωγής τους. Στα τέλη του 2016, η ετήσια παραγωγή τους συγκέντρωνε ποσό εγγεγραμμένων ασφαλίστρων 543 εκατ. ευρώ, αποτελώντας ποσοστό 13,3% του συνόλου της ασφαλιστικής αγοράς.

Τα οικονομικά μεγέθη που εκτίθενται στη συνέχεια αφορούν μόνο την εγχώρια ασφαλιστική αγορά των 40 επιχειρήσεων που υπόκεινται στην κατά Φερεγγυότητα ΙΙ εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά χαρακτηρίζεται από σημαντική συγκέντρωση, ιδιαίτερα στις εταιρίες ασφαλίσεων ζωής, καθώς οι 5 μεγαλύτερες εξ αυτών κατέχουν το 79% της αγοράς, σε όρους τεχνικών προβλέψεων. Το μερίδιο αγοράς για τις 5 μεγαλύτερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις κατά ζημιών ανέρχεται σε 43%, σε όρους ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων.

Η παραγωγή ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων δραστηριοτήτων ζωής την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2017 ανήλθε σε 1,2 δισεκ. ευρώ, μειωμένη κατά 4,1% συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις (unit-linked) εμφανίζουν μια μικρή ανάκαμψη μετά την αρνητική επίδραση της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, με τα σχετικά ακαθάριστα εγγεγραμμένα ασφάλιστρα να αποτελούν ποσοστό 17% επί των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων δραστηριοτήτων ζωής, έναντι 15% την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Τα ασφάλιστρα των δραστηριοτήτων ασφαλίσεων κατά ζημιών ανήλθαν την ίδια περίοδο σε 1,4 δισεκ. ευρώ, με το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών να καταγράφεται στη δραστηριότητα ασφάλισης αστικής ευθύνης χερσαίων οχημάτων (40%), ενώ ακολουθεί η δραστηριότητα πυρός (21%).

Η ανωτέρω ασφαλιστική παραγωγή προέρχεται κυρίως από ασφαλιστικούς πράκτορες και συμβούλους (50%) και δευτερευόντως από τις τράπεζες (bankassurance) (27,5%). Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι οι άμεσες πωλήσεις από τις ίδιες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτου, ανέρχεται σε περίπου 10% της συνολικής παραγωγής.

Το σύνολο του ενεργητικού των εποπτευομένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ανήλθε σε 16,4 δισεκ. ευρώ στις 30.9.2017, παρουσιάζοντας αύξηση 4,4% συγκριτικά με τις 30.9.2016, εκ των οποίων 7,1 δισεκ. ευρώ αφορούσαν τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα (43%), 2,3 δισεκ. ευρώ αφορούσαν τοποθετήσεις σε εταιρικά ομόλογα (14%) και 2,3 δισεκ. ευρώ αφορούσαν επενδύσεις για ασφαλίσεις τον επενδυτικό κίνδυνο των οποίων φέρουν οι ασφαλισμένοι (unit-linked), εκ των οποίων 68% επενδεδυμένα σε αμοιβαία κεφάλαια και 24% σε χρηματικά διαθέσιμα και καταθέσεις.

Η ως άνω αύξηση του ενεργητικού προήλθε κυρίως από τις επιχειρήσεις που ασκούν εργασίες ασφαλίσεων ζωής (5,0%), ενώ για τις επιχειρήσεις που ασκούν αποκλειστικά εργασίες ασφαλίσεων κατά ζημιών το ποσοστό αύξησης ήταν μόνο 0,9%.

Αντίστοιχα, οι συνολικές υποχρεώσεις ανήλθαν σε 13,1 δισεκ. ευρώ, με το σύνολο των τεχνικών προβλέψεων να διαμορφώνεται σε 11,9 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 8,8 δισεκ. ευρώ αφορούσαν ασφαλίσεις δραστηριοτήτων ζωής και 3,1 δισεκ. ευρώ ασφαλίσεις κατά ζημιών. Εκ των τεχνικών προβλέψεων ζωής, το 62,9% αφορά ασφαλίσεις με συμμετοχή στα κέρδη και το 27,3% αφορά ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις.

Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών, ο δείκτης ζημιών της αγοράς στις 30.9.2017 ανήλθε στο 45% των αντίστοιχων δεδουλευμένων ασφαλίστρων της ίδιας περιόδου και ο δείκτης εξόδων (διαχείρισης και προμηθειών) ανήλθε στο 46%. Ειδικότερα, αναφορικά με τις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, ο δείκτης ζημιών της αγοράς ανήλθε στο 48% των αντίστοιχων δεδουλευμένων ασφαλίστρων, ενώ ο δείκτης εξόδων (διαχείρισης και προμηθειών) ανήλθε σε 42%, με τους δύο δείκτες να εμφανίζουν αύξηση περίπου 3% σε σύγκριση με το τέλος Σεπτεμβρίου του 2016.

Αναφορικά με την ποιότητα των κεφαλαίων της ασφαλιστικής αγοράς, σημειώνεται ότι το 95% των επιλέξιμων κεφαλαίων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας (Κατηγορία 1). Η συνολική Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (SCR) διαμορφώθηκε σε 1,7 δισεκ. ευρώ στις 30.9.2017, με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,2 δισεκ. ευρώ. Επιπροσθέτως, η Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) για το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 636 εκατ. ευρώ, με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 3,0 δισεκ. ευρώ.

Σε επίπεδο ομίλων, η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει 4 ασφαλιστικούς ομίλους με τελική μητρική επιχείρηση στην Ελλάδα (ένας όμιλος έχει μόνο εγχώριες δραστηριότητες, σε αντίθεση με τους άλλους τρεις, οι οποίοι καταγράφουν εργασίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό). Στους εν λόγω ομίλους περιλαμβάνονται 8 (ασφαλιστικές και μη) επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα και 6 με έδρα στην Κύπρο ή τη Ρουμανία. Το συνολικό ύψος της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας (SCR) των 4 εξ αυτών στις 30.6.2017 ανήλθε σε 569 εκατ. ευρώ, ενώ τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους διαμορφώθηκαν σε 1,1 δισεκ. ευρώ.

6.2 Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΠΟΠΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Mε τον όρο “προστασία του καταναλωτή” περιγράφεται η επιδίωξη για τη δημιουργία νομικού πλαισίου που ευνοεί την προσφορά στον καταναλωτή κατά το δυνατόν οικονομικά προσιτού σε εκείνον προϊόντος, παρέχοντάς του ταυτόχρονα τη μέγιστη δυνατή προστασία.

Για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων, οι δράσεις που υλοποιούνται σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο έχουν κατά βάση δύο συμπληρωματικούς δρόμους: ο πρώτος είναι η ενίσχυση της φερεγγυότητας των παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και ο δεύτερος συνδέεται με τον τρόπο προώθησης των προϊόντων και την πληροφόρηση που παρέχεται στον καταναλωτή ώστε να λάβει την απόφασή του.

Το πλαίσιο της φερεγγυότητας έχει σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών ασφαλιστικών υπηρεσιών, μέσω της διασφάλισης ότι οι πάροχοι θα τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους και ότι οι καταναλωτές θα λάβουν τις παροχές που αναμένεται να λάβουν.

Ο τρόπος προώθησης των ασφαλιστικών προϊόντων και η πληροφόρηση των καταναλωτών σηματοδοτείται από την εφαρμογή εντός του 2018 δύο νομοθετικών κειμένων που αναλύονται ακολούθως.

6.2.1 Κανονισμός 1286/2014 για το Έγγραφο Βασικών Πληροφοριών στις επενδύσεις που βασίζονται σε ασφάλιση

Από την 1.1,2018 έχει τεθεί σε εφαρμογή ο ευρωπαϊκός Κανονισμός 1286/2014, ο οποίος είναι άμεσα εφαρμοστέος σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και αφορά την υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να διαθέτουν στους ενδιαφερόμενους να αγοράσουν ένα ασφαλιστικό προϊόν με επενδυτικά χαρακτηριστικά ένα έγγραφο το οποίο περιέχει όλες εκείνες τις βασικές πληροφορίες που χρειάζονται για να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν στην εν λόγω επένδυσή τους. Κομβικό σημείο του εν λόγω εγγράφου είναι ο βαθμός τυποποίησης και ομοιόμορφης παρουσίασης των βασικών αυτών πληροφοριών, έτσι ώστε να διευκολύνεται η άμεση σύγκριση τόσο μεταξύ αντίστοιχων προϊόντων που διατίθενται από άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις όσο και με λοιπές διαθέσιμες επενδυτικές επιλογές.

Το ως άνω έγγραφο βασικών πληροφοριών δεν αποτελεί υλικό εμπορικής προώθησης και οι πληροφορίες που περιλαμβάνει είναι όλες εκείνες που μπορούν να βοηθήσουν τον ενδιαφερόμενο να κατανοήσει τη φύση, τους κινδύνους, το κόστος, καθώς και τα δυνητικά κέρδη και ζημίες ενός ασφαλιστικού προϊόντος με επενδυτικά χαρακτηριστικά, όπως επίσης και να τον βοηθήσουν να το συγκρίνει με αντίστοιχα άλλα προϊόντα.

Πυρήνας των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο έγγραφο είναι ο συνοπτικός δείκτης κινδύνου του εν λόγω προϊόντος, ο οποίος αποτελεί οδηγό για το επίπεδο κινδύνου του προϊόντος. Ο δείκτης αυτός καταδεικνύει πόσο πιθανόν είναι ο ασφαλισμένος να απολέσει χρήματα από το προϊόν αυτό, είτε λόγω δυσμενών κινήσεων στις αγορές (κίνδυνος αγοράς) είτε διότι η ασφαλιστική επιχείρηση δεν θα είναι σε θέση να καταβάλει το ασφάλισμα (πιστωτικός κίνδυνος). Λαμβάνει δε τιμές σε μια επταβάθμια κλίμακα όπου 1 είναι η χαμηλότερη κατηγορία κινδύνου και 7 η υψηλότερη.

6.2.2 Η Οδηγία 2016/97 για τη διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων

Εντός του 2018 αναμένεται η εφαρμογή της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/97/ΕΕ που αφορά τη διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων.

Στο επίκεντρο της ρύθμισης τίθεται ο σχεδιασμός των ασφαλιστικών προϊόντων από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα οποία θα πρέπει να απευθύνονται σε σαφώς καθορισμένες ομάδες πελατών, λαμβάνοντας υπόψη τις ασφαλιστικές τους ανάγκες.

Η κάθε ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να διασφαλίζει ότι τα προϊόντα της επιτυγχάνουν υψηλό βαθμό ικανοποίησης του καταναλωτή στον οποίο απευθύνονται, να επιλέγει τα κατάλληλα για τη διανομή κάθε προϊόντος δίκτυα και να μεριμνά για την προώθηση των προϊόντων της στις στοχευόμενες ομάδες καταναλωτών και τέλος να παρακολουθεί την πορεία τους και να τα αναθεωρεί εφόσον συντρέχουν λόγοι.

Επιπλέον, με την ανωτέρω ρύθμιση καθορίζονται θέματα που άπτονται της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτά προωθούνται με βάση τις ανάγκες και τα συμφέροντα των καταναλωτών, από διανομείς που διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την εργασία αυτή.

6.3 ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Σύμφωνα με το νέο εποπτικό πλαίσιο, από το 2017 οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν ετησίως έκθεση αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση και την κατάσταση φερεγγυότητάς τους (Solvency and Financial Condition Report – SFCR), ενισχύοντας τη διαφάνεια και την πληροφόρηση του καταναλωτικού κοινού.

Tο 2017 τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων παρέμειναν σε σταθερό επίπεδο και οι δείκτες φερεγγυότητας στις 31.12.2017 αναμένεται να βελτιωθούν και λόγω της θετικής πορείας των ελληνικών κρατικών ομολόγων.

Ο κίνδυνος που σχετίζεται με το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και τη συνακόλουθη αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων (search for yield) παραμένει υψηλός κυρίως για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, ιδίως δε για τις περιπτώσεις συμβολαίων που περιλαμβάνουν υψηλές εγγυήσεις επιτοκίων. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής, με στόχο τον περιορισμό των συνεπειών από τον εν λόγω κίνδυνο, πέρα από τις δράσεις που ήδη έχουν υλοποιήσει και σχετίζονται με προσαρμογές της επενδυτικής τους στρατηγικής, προχωρούν σε τροποποίηση των ασφαλιστικών προϊόντων που διαθέτουν στην αγορά με περαιτέρω μείωση των επιτοκίων που εγγυώνται και με έμφαση στην προώθηση ασφαλίσεων που συνδέονται με επενδύσεις τον επενδυτικό κίνδυνο των οποίων φέρουν αποκλειστικά οι ασφαλισμένοι.

Χαρακτηριστική είναι η τάση που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του 2017 και σχετίζεται με την προσαρμογή των παραδοσιακών προϊόντων ζωής που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις (ισόβιες ασφαλίσεις θανάτου, ασφαλίσεις επιβίωσης, συνταξιοδοτικά προγράμματα κ.ά.), ώστε να μην παρέχουν πλέον τη δυνατότητα στους νέους πελάτες τους να απολαμβάνουν θετικές αποδόσεις πέραν εκείνων που είναι εγγυημένες μέσω σύμβασης απόδοσης.

Σημαντικές Δημοσιεύσεις
Πρόσφατες Δημοσιεύσεις
Αρχείο
Ετικέτες
Ακολουθήστε μας
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
  • Google+ Basic Square
bottom of page