Τράπεζα της Ελλάδος: Παραμένει υψηλός ο πιστωτικός κίνδυνος για τις τράπεζες
Η σταδιακή ανάκαμψη του πιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017, διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος (Ιανουάριος 2018).
Όπως σημειώνει η ΤτΕ, η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και η πρόοδος στην εφαρμογή του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας του πραγματικού τομέα της οικονομίας.
Ωστόσο, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), την απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) και την ανταπόκρισή τους στις αυξανόμενες εποπτικές απαιτήσεις.
Την περίοδο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2017 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέαενισχύθηκε. Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση (287 εκατ. ευρώ), βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Στη βελτίωση της κερδοφορίας συνέβαλαν η αύξηση των καθαρών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες και η περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού κόστους.
Ο σχηματισμός προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των καθαρών εσόδων. Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών βελτιώθηκαν οριακά, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό στο πλαίσιο της σταδιακής απομόχλευσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις. Το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται για έξι συνεχόμενα τρίμηνα, και διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2017 σε 100,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,6% (ή 8,2 δισεκ. ευρώ) σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016. Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών. Οριακή μείωση εμφάνισε και το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων (Σεπτέμβριος 2017: 44,6%, Δεκέμβριος 2016: 44,8%), ενώ επιπλέον, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται ικανοποιητική η πρόοδος ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων, που έχουν προσδιοριστεί για τα ΜΕΑ. Επιπροσθέτως, για την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ, θετικά εκτιμά η ΤτΕ ότι θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης
Το ύψος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης, όπως επίσης και το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σεκ αθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες αποτελούν σημαντικούς δείκτες για την περαιτέρω πορεία του πιστωτικού κινδύνου, αναφέρει η ΤτΕ. Ο λόγος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης προς το σύνολο των ΜΕΑ αυξήθηκε την υπό εξέταση περίοδο και ανήλθε στο 30,1%, έναντι 28,5% στο τέλος του 2016, ενώ ο λόγος των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανήλθε στο 10,5% το εννεάμηνο του 2017, σε επίπεδα υψηλότερα του τέλους του 2016 (10%.)
Οι ρυθμίσεις
• Το σύνολο των ρυθμισμένων ανοιγμάτων (Forborne) ανήλθε σε 51,1 δισεκ. ευρώ σημειώνοντας οριακή αύξηση το εννεάμηνο του 2017 κατά 0,8% σε σχέση με το τέλος του 2016, ενώ το 21,9% των ήδη ρυθμισμένων ανοιγμάτων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.
• Το 54,3% των ΜΕΑ άνω των 90 ημερών δεν έχουν ρυθμιστεί, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 49,9%, 42,9% και 60,4% αντίστοιχα.
• Οι διαγραφές δανείων το εννεάμηνο του 2017 ανήλθαν σε 5,2 δισεκ. ευρώ και αφορούν σε σημαντικό βαθμό καταγγελμένες απαιτήσεις επιχειρηματικών δανείων, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση των τραπεζών για μείωση των ΜΕΑ και ενεργότερη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους.
• Ο δείκτης "αξία εξασφαλίσεων προς συνολικά ΜΕΑ" συνεχίζει να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (49,9%), ωστόσο ο δείκτης "αξία εξασφαλίσεων ρυθμισμένων δανείων προς συνολικές ρυθμίσεις" ανέρχεται σε 61,1%. Επισημαίνεται ότι 87,7% των συνολικών εξασφαλίσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά ακίνητα και η συνολική τους αξία ανέρχεται σε 44 δισ. ευρώ, 4,6% χαμηλότερα σε σχέση με το τέλος του 2016.
• Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του α΄και του β΄ τριμήνου οι ροές εντός του ισολογισμού των τραπεζών από τα εξυπηρετούμενα ανοίγματα στα μη εξυπηρετούμενα ήταν υψηλότερες των ροών από τα μη εξυπηρετούμενα στα εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Ειδικότερα, το α΄ και β΄ τρίμηνο του 2017 οι αρνητικές καθαρές ροές διαμορφώθηκαν σε 576 και 781 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Ωστόσο, το γ΄ τρίμηνο του 2017 εμφανίζεται αποκλιμάκωση της εν λόγω τάσης, με τις αρνητικές καθαρές ροές να διαμορφώνονται σε 393 εκατ. ευρώ και το δείκτη αθέτησης (defaultrate) να μειώνεται για πρώτη φορά εντός του 2017 αγγίζοντας το 2%, αλλά ξεπερνώντας και πάλι τον δείκτη εξυγίανσης (curerate) ο οποίος ανήλθε σε 1,6%
Οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο
Επισημαίνοντας ότι ο πιστωτικός κίνδυνος παραμένει υψηλός, η ΤτΕ αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2017 παρατηρήθηκε σταδιακή πτώση του λόγου κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από συσσωρευμένες προβλέψεις. Αυτός, πάντως, διατηρήθηκε ελαφρά κάτω από το 50% (2017 γ΄ τρίμηνο: 48,0%, 2017 β΄ τρίμηνο: 48,3%, 2017 α΄ τρίμηνο: 49,1%, 2016 δ΄ τρίμηνο: 49,7%).
Ο λόγος Texas Ratio (ήτοι τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα προς τις συνολικές προβλέψεις και τα εποπτικά κεφάλαια) διαμορφώθηκε σε 129,2%. Ειδικότερα, οι προβλέψεις που έχουν σχηματίσει οι τράπεζες μέχρι και το εννεάμηνο του 2017 για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου ανέρχονται σωρευτικά στο επίπεδο των 48,2 δισεκ. ευρώ, έναντι 52,8 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2016. Η μείωση των προβλέψεων αποδίδεται κυρίως στη διαγραφή απαιτήσεων στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες εντός του 2017. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις το β΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 48,3% ήτοι στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών ομίλων μεσαίου μεγέθους για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
Η ΤτΕ τονίζει ότι η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από συσσωρευμένες προβλέψεις σε ένα ολοένα βελτιούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον θα πρέπει να υλοποιείται με συνετό τρόπο, παρέχοντας τη δυνατότητα δημιουργίας ενός αντικυκλικού αποθέματος προβλέψεων στα επόμενα έτη, πλέον της κάλυψης του υφιστάμενου πιστωτικού κινδύνου. Πρέπει να επισημανθεί ότι στις 4 Οκτωβρίου 2017 η ΕΚΤ δημοσίευσε για διαβούλευση μια Προσθήκη στις Οδηγίες της προς τις τράπεζες για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η οποία όταν υιοθετηθεί θα καθορίζει τις εποπτικές προσδοκίες σε ό,τι αφορά τον χειρισμό των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το 2018.
Δυνατότητα πωλήσεων NPLs
Aνθεκτικότητα και υψηλό περιθώριο ελιγμών που διαθέτουν τα πιστωτικά ιδρύματα στην πώληση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), διαπιστώνει η ΤτΕ.
Όπως αναφέρει στην Επισκόπηση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, παρά το εύρος των μεταρρυθμίσεων που έχουν υλοποιηθεί για τη διευκόλυνση και λειτουργία μιας ενεργούς δευτερογενούς αγοράς, οι πωλήσεις ΜΕΑ δεν έχουν μέχρι τώρα επιλεγεί ως μέσο επίτευξης του στόχου.
Η ΤτΕ εξετάζει τις δυνατότητες πώλησης NPLs από τις ελληνικές τράπεζες στη βάση τριών σεναρίων με στοιχεία 30.6.2017 και με γνώμονα τη διατήρηση του δείκτη CET1 άνω του 12,5%. Όπως συμπεραίνει, το μεγαλύτερο δυνητικό έλλειμμα κεφαλαίων προκύπτει στην περίπτωση πώλησης του συνόλου αθροιστικά των καταγγελμένων επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων και των αντίστοιχων ανοιγμάτων τους σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, ήτοι του 44,8%% των ΜΕΑ ή 46,1 δισεκ. ευρώ σε τιμές κάτω του 13,4% της ονομαστικής αξίας.
Επιπλέον, με την επιλογή υποχαρτοφυλακίου των ΜΕΑ για τις επιχειρηματικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των καταγγελμένων απαιτήσεων, οι οποίες βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, τα αποτελέσματα πιστοποιούν κεφαλαιακό έλλειμμα να προκύπτει μόνο σε τιμές κάτω του 10% και σε ποσοστό πωλήσεων άνω του 75% των εν λόγω ανοιγμάτων, ήτοι σε ποσό άνω των 27,1 δισεκ. ευρώ.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι το διαμορφούμενο περιβάλλον σταδιακής άρσης της αβεβαιότητας για την πορεία του τραπεζικού συστήματος, αλλά και ευρύτερα της εμπιστοσύνης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διαδικασία πώλησης ΜΕΑ, δεδομένου ότι η ψήφος εμπιστοσύνης των επενδυτών θα συμβάλει και θα αντικατοπτριστεί σε υψηλότερες προσφερόμενες τιμές. Το γεγονός αυτό θα διευκολύνει περισσότερο τη διαδικασία πώλησης των ΜΕΑ, θα αμβλύνει το εύρος μεταξύ της τιμής αγοράς και πώλησης και θα εξυπηρετήσει το στόχο για τη συνολική διαχείριση του αποθέματος ΜΕΑ.